- ἀτόπημα
- ἀ-τόπημα, die Unschicklichkeit, Verbrechen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀτόπημα — absurdity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατόπημα — το (AM ἀτόπημα) [άτοπος] απρέπεια, παρεκτροπή … Dictionary of Greek
ατόπημα — το, ατος άτοπη πράξη ή άστοχος λόγος: Καλό θα ήταν να είχες αποφύγει αυτό το ατόπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τἀτόπημα — ἀτόπημα , ἀτόπημα absurdity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπημάτων — ἀτόπημα absurdity neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπήμασι — ἀτόπημα absurdity neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπήμασιν — ἀτόπημα absurdity neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπήματα — ἀτόπημα absurdity neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπήματι — ἀτόπημα absurdity neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτοπήματος — ἀτόπημα absurdity neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατοπία — η (AM ἀτοπία) [άτοπος] ατόπημα, κακή πράξη νεοελλ. ιατρ. τύπος υπερευαισθησίας που χαρακτηρίζεται από άμεση αντίδραση με μετακίνηση υγρού από τα αιμοφόρα αγγεία στους ιστούς σε περίπτωση έκθεσης σε ένα αλλεργιογόνο αρχ. το να μη βρίσκεται κάτι… … Dictionary of Greek